- χαύνᾳ
- χαύ̱νᾱͅ , χαῦνοςporousfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαῦνα — χαῦνος porous neut nom/voc/acc pl χαῦνος porous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγανομάτης — άτα, άτικο αυτός που έχει αγανά, δηλ. χαύνα, γλυκά μάτια ή βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγανός + μάτι] … Dictionary of Greek